Εάν η εναλλαγή της γεύσης μας αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς από πιάτο σε πιάτο, τότε θα ήταν προτιμότερο να τονίσουμε την ιδιαιτερότητα της συμβατότητας της γεύσης που συνοδεύει το κρασί. Ένας γαστρονομικός κύκλος συνοδεύεται και συνοδεύει παράλληλα, κομμάτια αρωματικών και γευστικών χαρακτηριστικών, τα οποία μπορούν να συμβιώσουν εξαιρετικά αναδεικνύοντας ακόμη περισσότερο την ουσιαστική τους ισχύ «μαζί». Από την αρχή της διαδικασίας έως το τέλος της, τα βήματα μπορούν να είναι συγκεκριμένα και δομημένα σ’ ένα μοτίβο αλληλουχίας.
Αυτή η διαδικασία μπορεί να χαρακτηριστεί και ως μια ισορροπημένη διαδρομή από το πιρούνι στο πιάτο, μέχρι από το ποτήρι και την κάθε γουλιά της φιάλης, στον ουρανίσκο μας. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να θέλει κανείς να χαλάσει τη γεύση του παραμορφώνοντας την αλληλουχία αυτών των χαρακτηριστικών. Των χαρακτηριστικών της αρεσκείας του στο pairing. Μια διαδικασία κομμένη και ραμμένη στις γευστικές προτιμήσεις που ντύνει ο καθένας από εμάς. Εκεί που η προσωπική επιλογή αποτελεί μονόδρομο στην ευχαρίστηση καμουφλαρισμένη στα «γούστα» ή στις γευστικές επιθυμίες του καθενός.
Όλα είναι αίσθηση. Πρώτα είναι αίσθηση. Αυτή είναι η απάντηση που εκπροσωπεί ένα τμήμα ρομαντικών που θεοποιούν την αξία της κάθε γουλιάς. Την αξία της γευστικής στιγμής. Αυτούς, τους πρακτικά ρομαντικούς που δεν βάζουν φραγμό στην ευρύτερη έννοια του νοήματος που δεν είναι άλλο από το «φτιάξτε γεύσεις και όχι τύπους». Ένα σλόγκαν που μπορεί να καθρεφτίσει απέραντους οινικούς και γαστρονομικούς προορισμούς. Να υποστηρίξει την ελευθερία έκφρασης στην κάθε επιλογή και να αποφύγει στερεότυπα και συμβατικές «διαδρομές» που οδηγούν σ’ ένα σίγουρο γευστικό αποτέλεσμα του «πρέπει».
Η καινοτομία εκφράζεται σ’ ένα μοτίβο που πατάει σταθερά στο μεγαλύτερο τμήμα της φαντασίας. Η φαντασία δεν είναι πάντοτε μια συνθήκη που αιωρείται σε κάτι απίθανο και μη αληθινό. Στη γευστική και αρωματική κατάσταση είναι το «κλειδί» που θα ξεκλειδώσει μια ρεαλιστικότατη κι ατόφια συμπεριφορά στο wine pairing. Που ξεκλειδώνει το συγκεκριμένο επίπεδο του δεδομένου και σκοτώνει την κάθε ανασφάλεια παγιώνοντας το «νέο». Τη νέα γεύση που μόλις απελευθερώθηκε από το χρονοντούλαπο του χρόνου και παραθέτει τις δικές της γαστρονομικές ενστάσεις.
Μήπως έχουν μείνει πολλές ακόμα απ’ αυτές σε χρονοντούλαπα που «πρέπει» να ανοιχτούν; Μήπως «πρέπει» η φαντασία να εξακολουθήσει να αποτελεί ένα απόλυτα ρεαλιστικά μοτίβο για τις καινοτόμες γεύσεις που θα αναγεννηθούν; Μήπως οι γευστικότερες καινοτόμες γεύσεις δεν έχουν εφευρεθεί ακόμα στην κουζίνα μας; Πως αυτό το “μήπως” λοιπόν, θα γίνει ένα «γευστικό φωνήεν» πάνω απ’ το πιάτο μας;
Μα φυσικά με πράξεις!