Ο φίλος μου ο Θανάσης γύρισε πρόσφατα από το εξωτερικό. Έλειπε αρκετό διάστημα. Μαζί με την παρέα μας, νοστάλγησε και «την κουζίνα της μαμάς». Όλες τις γεύσεις και τα αρώματα που συνοδεύουν τη φαντασία της στα πιάτα. Για εμάς εδώ, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια καθημερινή απόλαυση στο τραπέζι μας. Ένα γνήσιο καθημερινό μοτίβο. Από τα πρώτα πράγματα που ποθούσε να δοκιμάσει, την ημέρα που γύρισε, ήταν μια φιάλη κόκκινο κρασί και ένα γεμάτο πιάτο με γεμιστά. Αυτό ακριβώς. Τίποτα περισσότερο! Για εμάς εδώ, είναι δεδομένο πως φαίνεται κάτι το εξαιρετικά απλό. Για εκείνον όμως, ίσχυε το αντίθετο. Ήμουν βέβαιος γι’ αυτό. Και φάνηκε στην πορεία…
Το γεγονός αυτό δεν μου προκάλεσε καμία έκπληξη. Το περίμενα. Ειδικά απ’ αυτόν. Πρόκειται για έναν λάτρη της κουζίνας. Έναν εραστή των γεύσεων και της γαστρονομικής απόλαυσης. Για τον Θανάση το φαγητό είναι ιεροτελεστία. Δεν αποτελεί μια τυπική διαδικασία στα καθημερινά πλαίσια των περισσοτέρων από εμάς. Δεν την προσπερνά γρήγορα. Παρά μόνο μασάει αργά, εκμεταλλεύεται τη γνησιότητα της κάθε μπουκιάς και πίνει το κρασί του απολαμβάνοντάς το. Συνδυάζοντας το πάντα με την επιλογή της αρεσκείας του. Πάντα θα συνδυάσει το φαγητό με το κρασί. Δεν στριμώχνεται σε πλαίσια καθωσπρεπισμού. Δεν σνομπάρει πιάτα και δεν περιμένει να διαβάσει τυπικά άρθρα που στοχεύουν σ’ ένα wine pairing εξίσου δελεαστικό.
Στο σημείο αυτό καθηλώνεται και η χρονική στιγμή όπου εκάστοτε διαφωνούμε. Ως ένα βαθμό μπορώ να ακολουθήσω τις σκέψεις του περί αυτού. Να συνειδητοποιήσω τον τρόπο που σκέφτεται. Από εκεί και πέρα ο κάθε γαστρονομικός συνδυασμός, του τονίζω, πως χρειάζεται το δικό του μέτρο. Εκείνος επιμένει να επιλέγει τα στοιχεία που απολαμβάνει περισσότερο ο ουρανίσκος του, κάνοντας τις δικές του αντιστοιχίες. Και αυτό σωστό! Ωστόσο, πάντα του διευκρινίζω πως όλα χρειάζονται τους κανόνες τους, για να ισορροπήσει ένα αξιόλογο σύστημα αρωματικών και γευστικών χαρακτηριστικών, με τον Θανάση να μου απαντάει μασουλώντας λαίμαργα πως: « Οι κανόνες είναι για να σπάνε». Η κάθε οπτική έχει και τους υποστηρικτές της. Συμφωνούμε ωστόσο ό,τι και οι δυο πλευρές, στοχεύουν στον πυρήνα της απόλαυσης. Και κάπου εκεί τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας και το προσπερνάμε.
Η κ. Μαίρη πριν τα γεμιστά, μας πρόσφερε ένα πιάτο με σούπα. Τα μάτια του Θανάση έλαμψαν τη στιγμή που γέμισε το κουτάλι του. Έπειτα, έμειναν το πολύ άλλες εφτά με οκτώ κουταλιές για να καθαρίσει κυριολεκτικά το πιάτο του. «Αυτή είναι σούπα ρε μάνα. Όχι αυτές τις άνοστες που τρώμε πάνω», δήλωσε με μια έκφραση ευχαρίστησης. Και σ’ αυτό το σημείο μπορούσα να αντιληφθώ τον τρόπο που το έλεγε. Τη νοσταλγία της γνήσιας γεύσης. Της «σπιτίσιας» που λέμε και εμείς εδώ. «Σερβιρίστε με λίγο κρασί ακόμα παρακαλώ», τόνισε στην Αθηνά μ’ ένα χαμόγελο ευτυχίας. Εκείνη του γέμισε το ποτήρι μ’ ένα πορφυρό Ξινόμαυρο που ήταν το αγαπημένο του. Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που ο ουρανίσκος κάνει πάρτι σε μια στοματική κοιλότητα γεμάτη από γεύσεις και αρώματα. Από αυτά τα χαρακτηριστικά που μένουν ατόφια στη μνήμη μας όσα χρόνια και αν περάσουν.
Στη συνέχεια σερβιριστήκαμε τα γεμιστά. Το βλέμμα μου είχε μείνει προσκολλημένο στον τρόπο που τα κοιτούσε ο Θανάσης. Στον τρόπο που τα δοκίμαζε. Από εκεί μπορούσα να συνειδητοποιήσω ακόμα περισσότερο αυτό που λένε πως «η γεύση έχει δύναμη». Να κατανοήσω πως γεύσεις που φαίνονται τυπικά απλές σε μια αστραπιαία καθημερινότητα, με κάνουν να αναθεωρήσω για το τι εκτιμάω τελικά και τι όχι. Πως στα απλά κρύβεται όλη η γαστρονομική έλξη. Σ’ αυτό δεν μπορούσα να διαφωνήσω μαζί του.
«Μια μικρή γωνίτσα και ένα μαγαζί με μαγειρευτά από τα χέρια σου ρε μάνα και θα μάθαινε όλο το Κόλτσεστερ να τρώει», είπε με τα χέρια του να υψώνονται προς τα πάνω σαν έξαλλος πανηγυρισμός στο 93+. Μια θριαμβευτική δήλωση που παγιώθηκε στο τραπέζι από έναν άνθρωπο που πάντα ήξερε να απολαμβάνει το γεύμα του.
Αναμφίβολα, δεν μπορούσε κανείς να ισχυριστεί το αντίθετο. Όχι μόνο γιατί η κ. Μαιρη είναι χρυσοχέρα αλλά και για το γεγονός, πως η γαστρονομία δεν λέει ποτέ ψέματα. Η γαστρονομία είναι αυτό που έλεγε ο παππούς μου. Είναι μεράκι. Είναι ένας κόσμος πολυσύνθετος με απλές γεύσεις. Όσο πιο γρήγορα συνειδητοποιήσουμε την αξία των ντόπιων και απλών γεύσεων, τόσο πιο γρήγορα θα αποκτήσουμε γαστρονομικό σεβασμό και υπόβαθρο.
Τίποτα περισσότερο… τίποτα λιγότερο!