Η γεύση δεν είναι “η”. Είναι “οι”. Είναι πολλές γεύσεις μαζί που προσάπτουν μια. Την οριστική. Αυτή που διαλέγουμε… αυτή που είναι πιο ταιριαστή σ’ εμάς. Στη στοματική μας κοιλότητα και στον ουρανίσκο. Οι γεύσεις ποικίλουν. Τις βρίσκουμε παντού. Σε διάφορες γαστρονομικές επιλογές. Χαμελεοντίζουν από πιάτο σε πιάτο. Πηγάζουν ωστόσο από μια κεντρική ιδέα που ονομάζεται έμπνευση.
Η αρέσκεια του καθενός απέναντι σ’ ένα ποτήρι κρασί ή σ’ ένα πιάτο σαφώς και διαφέρει. Αυτό ωστόσο δε σημαίνει πως αν σε κάποιον αρέσει λιγότερο ένα πιάτο από κάποιον άλλο, το συγκεκριμένο πιάτο σταματά να χάνει την νοστιμιά του. Την υπόσταση και την ταυτότητά του. Ή αν αυτό το φαινόμενο παρατηρηθεί και στο εκάστοτε κρασί. Εκεί τίθεται καθαρά, το θέμα του αντίστοιχου ¨γούστου”. Επομένως αντιλαμβανόμαστε αυτόματα τις πολλές διαστάσεις της γεύσης είτε στο φαγητό είτε στο κρασί.
Μια γεύση μπορεί να έχει χαμηλότερη ισχύ από μια άλλη; Σαφώς. όπως και περισσότερο πικάντική ή αλατισμένη. Πιο έντονη στο σώμα της και στην επίγευση της. Ανάλογα τον τρόπο. Η γεύση, είναι ο τρόπος όπου διαλέγουμε να “ντύσουμε” τον χαρακτήρα της. Ακριβώς το ίδιο δηλαδή και με το κρασί. Μια ποικιλία που διαλέγει ο εκάστοτε οινοπαραγωγός για εμφιάλωση και το πως θα την αναδείξει. Πως θα την “ντύσει” με τον τρόπο που θα την οινοποιήσει. Έτσι το κρασί φτιάχνει τον χαρακτήρα του. Το ίδιο και το πιάτο. Και τα δυο έχουν διαστάσεις που ποικίλουν στον γαστρονομικό κόσμο. Επομένως υπάρχει και το αντίστοιχο κοινό ώστε να καλυφθεί από τις γευστικές- αρωματικές τους απαιτήσεις.
Για να επέλθει η ισορροπία, ο συνδυασμός αυτών των δυο θα πρέπει να είναι αμοιβαίος. Με άλλα λόγια, να μπορεί να ισορροπήσει γευστικά και να αναδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το ένα τα γευστικά στοιχεία του άλλου. Γι’ αυτό οι ήπιες γαστρονομικές γεύσεις ακολουθούνται από ήπιες οινικές επιλογές και το αντίστροφο. Τώρα αν κάποιος αναρωτηθεί πως “εδώ” υπάρχει κάποιο γευστικό εμπόδιο και πως του αρέσει να επινοεί περίεργους γαστρονομικούς συνδυασμούς… εδώ είναι καθαρά θέμα της προσωπικής του αρέσκειας που ωστόσο είναι επιτρεπτό.
Η προσωπική επιλογή τόσο γαστρονομικά όσο και οινικά αποτελεί τον δικό μας γευστικό χαρακτήρα και αφορά τη δική μας απολαυστική υπόσταση. Οι δοκιμές καινοτόμων συνδυασμών δεν ξέρουμε αν θα μας εκπλήξουν ευχάριστα ή αν μας απογοητεύσουν. Ωστόσο οφείλουμε να δοκιμάζουμε και να οικειοποιούμαστε το κομμάτι αυτό για να αυξάνουμε τις γευστικές μας εμπειρίες και εν δυνάμει “αγαπημένες” νέες επιλογές.
Το σωστό και το λάθος σε αυτό το κεφάλαιο που ονομάζεται γεύση υπάρχει και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Η γευστική ισορροπία, αποτελεί τη μεγαλύτερη γαστρονομική επιτυχία ανάμεσα σε δυο φορείς που έχουν την ίδια ισχύ στη στοματική μας κοιλότητα.
Ωστόσο αυτό είναι το τεκμηριωμένο κομμάτι. Το επιστημονικό που ορίζει το μέτρο και τα σταθμά. Η προσωπική μας απόλαυση μπορεί να φτιάξει τους δικούς της γευστικούς ορίζοντες οι οποίοι δε σημαίνει πως θα παραβιάζουν τα όρια και τους κανόνες. Το γευστικό μας γούστο μας ορίζει που ανήκουν ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο κόσμους που πορεύονται μαζί.
Οτιδήποτε και να πράξουμε δεν είναι λάθος. Από τη μια κρατάμε τις ισορροπίες σε μια γαστρονομική τάξη που καθορίζει την τελειότητα στην επίγευση και από την άλλη, κάνουμε τις γευστικές μας ζαβολιές βάζοντας το προσωπικό μας στοιχείο.
Και οι δυο περιπτώσεις ωστόσο μας οδηγούν κάπου. Και αυτό το κάπου… δεν είναι πουθενά αλλού από το μέρος που ονομάζεται… απόλαυση!